Ὁμηρίζω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ὁμηρίζω''': μιμοῦμαι τὸν Ὅμηρον, μεταχειρίζομαι Ὁμηρικὰς φράσεις, Λιβάν. 4. 1070. ΙΙ. ([[ὁμοῦ]], μηρὸς) ἐκτελῶ μῖξιν παρὰ φύσιν ἢ ἀρσενοκοιτίαν, ὡς τὸ [[διαμηρίζω]], | |lstext='''Ὁμηρίζω''': μιμοῦμαι τὸν Ὅμηρον, μεταχειρίζομαι Ὁμηρικὰς φράσεις, Λιβάν. 4. 1070. ΙΙ. ([[ὁμοῦ]], μηρὸς) ἐκτελῶ μῖξιν παρὰ φύσιν ἢ ἀρσενοκοιτίαν, ὡς τὸ [[διαμηρίζω]], μετὰ μεμελετημένης ἀμφιλογίας, Ἰακώψ. Ἀνθολ. Π. 2. 1, σελ. 8· πρβλ. Ὁμηρικὸς ΙΙ. ΙΙΙ. ἀμύττω, ἀφαιρῶ [[αἷμα]] διὰ σικύας, Ἀρτεμίδ. 4. 3. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 20 April 2021
English (LSJ)
A imitate Homer, use Homeric phrases, Lib.Descr.30.8 codd. II act scenes from Homer, Artem.4.2. III (ὁμοῦ, μηρός) indulge unnatural lust, with an intentional equivoque, Ach.Tat.8.9 ; cf.sq.ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
Ὁμηρίζω: μιμοῦμαι τὸν Ὅμηρον, μεταχειρίζομαι Ὁμηρικὰς φράσεις, Λιβάν. 4. 1070. ΙΙ. (ὁμοῦ, μηρὸς) ἐκτελῶ μῖξιν παρὰ φύσιν ἢ ἀρσενοκοιτίαν, ὡς τὸ διαμηρίζω, μετὰ μεμελετημένης ἀμφιλογίας, Ἰακώψ. Ἀνθολ. Π. 2. 1, σελ. 8· πρβλ. Ὁμηρικὸς ΙΙ. ΙΙΙ. ἀμύττω, ἀφαιρῶ αἷμα διὰ σικύας, Ἀρτεμίδ. 4. 3.