ῥοδουντία: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥοδουντία''': ἡ, [[ἔδεσμα]] παρεσκευασμένον | |lstext='''ῥοδουντία''': ἡ, [[ἔδεσμα]] παρεσκευασμένον μετὰ ῥόδων, Ἀθήν. 403D· πρβλ. ῥοδωνιὰ IV. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[έδεσμα]] με βασικό συστατικό τα ροδοπέταλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. επιθ. <i>ῥοδοῦς</i>, -<i>οῦντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥοδόεις]], με [[συναίρεση]])]. | |mltxt=ἡ, Α<br />[[έδεσμα]] με βασικό συστατικό τα ροδοπέταλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. επιθ. <i>ῥοδοῦς</i>, -<i>οῦντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥοδόεις]], με [[συναίρεση]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:19, 20 April 2021
English (LSJ)
ἡ, A dish flavoured with roses, Ath.9.403d; cf. ῥοδωνιά IV.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδουντία: ἡ, ἔδεσμα παρεσκευασμένον μετὰ ῥόδων, Ἀθήν. 403D· πρβλ. ῥοδωνιὰ IV.
Greek Monolingual
ἡ, Α
έδεσμα με βασικό συστατικό τα ροδοπέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. επιθ. ῥοδοῦς, -οῦντος (< ῥοδόεις, με συναίρεση)].