λευκόχρωμος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkochromos | |Transliteration C=lefkochromos | ||
|Beta Code=leuko/xrwmos | |Beta Code=leuko/xrwmos | ||
|Definition= | |Definition=λευκόχρωμον, = [[λευκοχρώματος]] ([[white-skinned]], [[colourless]]), [[κάμηλος]] PGrenf. 2.74.7 (iv AD). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[λευκόχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει λευκή [[επιδερμίδα]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[λευκόχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει λευκή [[επιδερμίδα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 25 August 2023
English (LSJ)
λευκόχρωμον, = λευκοχρώματος (white-skinned, colourless), κάμηλος PGrenf. 2.74.7 (iv AD).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λευκόχρωμος, -ον)
αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα.