θειόχρους: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν και -οος, -οο (Α [[θειόχρους]], -ουν, και -οος, -οον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του θείου, του θειαφιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>χρους</i>, <i>μελανό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν και -οος, -οο (Α [[θειόχρους]], -ουν, και -οος, -οον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του θείου, του θειαφιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>χρους</i>, <i>μελανό</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}

Revision as of 09:33, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειόχρους Medium diacritics: θειόχρους Low diacritics: θειόχρους Capitals: ΘΕΙΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: theióchrous Transliteration B: theiochrous Transliteration C: theiochrous Beta Code: qeio/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. from θειόχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οο (Α θειόχρους, -ουν, και -οος, -οον)
αυτός που έχει το χρώμα του θείου, του θειαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + -χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά-χρους, μελανό-χρους].