πανταχού: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> σε όλα τα μέρη, [[παντού]] (α. «[[πανταχού]] [[παρών]]» β. «διήρχοντο... θεραπεύοντες πανταχοῡ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]] («σκοποῦμαι δ' [[ὄμμα]] πανταχοῡ στρέφων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς («τὸν δὲ πανταχοῡ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ -<i>οῦ</i> (<b>πρβλ.</b> [[ολιγαχού]]), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>πανταχός</i>].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> σε όλα τα μέρη, [[παντού]] (α. «[[πανταχού]] [[παρών]]» β. «διήρχοντο... θεραπεύοντες πανταχοῦ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]] («σκοποῦμαι δ' [[ὄμμα]] πανταχοῦ στρέφων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς («τὸν δὲ πανταχοῦ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ -<i>οῦ</i> (<b>πρβλ.</b> [[ολιγαχού]]), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>πανταχός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 13 June 2022

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. σε όλα τα μέρη, παντού (α. «πανταχού παρών» β. «διήρχοντο... θεραπεύοντες πανταχοῦ», ΚΔ)
αρχ.
1. προς κάθε κατεύθυνση («σκοποῦμαι δ' ὄμμα πανταχοῦ στρέφων», Ευρ.)
2. εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς («τὸν δὲ πανταχοῦ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ -οῦ (πρβλ. ολιγαχού), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].