επιτιμητής: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α [[ἐπιτιμητής]]) [[επιτιμώ]]<br />ο [[κατήγορος]], αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων [[βαρύς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμητής]] («νῦν δέ αὑτοὶ [[ἦσαν]] καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[τιμωρός]] («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς [[ἡγούμενος]] τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α [[ἐπιτιμητής]]) [[επιτιμώ]]<br />ο [[κατήγορος]], αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων [[βαρύς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμητής]] («νῦν δέ αὑτοὶ [[ἦσαν]] καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων» Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[τιμωρός]] («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς [[ἡγούμενος]] τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 28 March 2021

Greek Monolingual

ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) επιτιμώ
ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. εκτιμητής («νῦν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων» Αντιφ.)
2. τιμωρός («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», Πλάτ.).