επάναγκες: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπάναγκες]] (Α) (ουδ. του άχρ. επιθ. [[ἐπανάγκης]], -<i>ες</i>)<br /><b>1.</b> (με ή [[χωρίς]] το <i>εστί</i>)<br />[[είναι]] αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις [[ἐπάναγκες]] περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> τὰ [[ἐπάναγκες]]<br />τα απολύτως απαραίτητα («μηδὲν [[πλέον]] ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν [[βάρος]] πλὴν τῶν [[ἐπάναγκες]] τούτων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ανάγκη]]. Ως συστατικό της απρόσωπης εκφράσεως το σύνθ. σχηματίζεται με τη [[μορφή]] του ουδετέρου του (αμάρτυρου στα άλλα γένη) επιθέτου <i>επανάγκης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[συνήθης]] - <i>σύνηθες</i>)].
|mltxt=[[ἐπάναγκες]] (Α) (ουδ. του άχρ. επιθ. [[ἐπανάγκης]], -<i>ες</i>)<br /><b>1.</b> (με ή [[χωρίς]] το <i>εστί</i>)<br />[[είναι]] αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις [[ἐπάναγκες]] περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> τὰ [[ἐπάναγκες]]<br />τα απολύτως απαραίτητα («μηδὲν [[πλέον]] ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν [[βάρος]] πλὴν τῶν [[ἐπάναγκες]] τούτων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ανάγκη]]. Ως συστατικό της απρόσωπης εκφράσεως το σύνθ. σχηματίζεται με τη [[μορφή]] του ουδετέρου του (αμάρτυρου στα άλλα γένη) επιθέτου <i>επανάγκης</i> ([[πρβλ]]. [[συνήθης]] - <i>σύνηθες</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐπάναγκες (Α) (ουδ. του άχρ. επιθ. ἐπανάγκης, -ες)
1. (με ή χωρίς το εστί)
είναι αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο
2. επίρρ. αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις ἐπάναγκες περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.)
3. φρ. τὰ ἐπάναγκες
τα απολύτως απαραίτητα («μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανάγκη. Ως συστατικό της απρόσωπης εκφράσεως το σύνθ. σχηματίζεται με τη μορφή του ουδετέρου του (αμάρτυρου στα άλλα γένη) επιθέτου επανάγκης (πρβλ. συνήθης - σύνηθες)].