μούσειος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μούσειος]], -ον, αιολ. τ. μοισαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες<br /><b>2.</b> [[μουσικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μοισαῑον [[ἅρμα]]» — το [[άρμα]] της ποίησης<br />β) «μοισαῖος [[λίθος]]» — [[μνημείο]] από άσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μούσα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ίππ</i>-<i>ειος</i>, <i>κήπ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[μούσειος]], -ον, αιολ. τ. μοισαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες<br /><b>2.</b> [[μουσικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μοισαῖον [[ἅρμα]]» — το [[άρμα]] της ποίησης<br />β) «μοισαῖος [[λίθος]]» — [[μνημείο]] από άσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μούσα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ίππ</i>-<i>ειος</i>, <i>κήπ</i>-<i>ειος</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μούσειος:''' 2, эол. [[μουσαῖος]] 3, дор. μοισαῖος 3<br /><b class="num">1)</b> принадлежащий музам ([[ἅρμα]] Pind.; [[ἕδρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> музыкальный ([[κέλαδος]] Anth.).
|elrutext='''μούσειος:''' 2, эол. [[μουσαῖος]] 3, дор. μοισαῖος 3<br /><b class="num">1)</b> принадлежащий музам ([[ἅρμα]] Pind.; [[ἕδρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> музыкальный ([[κέλαδος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 13:20, 28 March 2021

German (Pape)

[Seite 211] von den Musen; ἕδρα, Eur. Bacch. 408; κέλαδος, Ep. ad. 419 (IX, 372); vgl. Lob. Phryn. 311.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 des Muses;
2 musical.
Étymologie: μοῦσα.

Greek Monolingual

μούσειος, -ον, αιολ. τ. μοισαῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες
2. μουσικός
3. φρ. α) «μοισαῖον ἅρμα» — το άρμα της ποίησης
β) «μοισαῖος λίθος» — μνημείο από άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. -ειος (πρβλ. ίππ-ειος, κήπ-ειος)].

Russian (Dvoretsky)

μούσειος: 2, эол. μουσαῖος 3, дор. μοισαῖος 3
1) принадлежащий музам (ἅρμα Pind.; ἕδρα Eur.);
2) музыкальный (κέλαδος Anth.).