καλαμαίος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καλαμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από το [[καλάμι]] ή που υπάρχει στο [[καλάμι]] του σιταριού<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καλαμαία</i><br />[[είδος]] ακρίδας που αναπτύσσεται στο [[καλάμι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλαμαῖον</i><br />μικρό [[τζιτζίκι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Καλαμαῖα</i><br />[[εορτή]] της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλάμη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφν</i>-<i>αίος</i>, <i>λογχ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=καλαμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από το [[καλάμι]] ή που υπάρχει στο [[καλάμι]] του σιταριού<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καλαμαία</i><br />[[είδος]] ακρίδας που αναπτύσσεται στο [[καλάμι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλαμαῖον</i><br />μικρό [[τζιτζίκι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Καλαμαῖα</i><br />[[εορτή]] της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλάμη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>δαφν</i>-<i>αίος</i>, <i>λογχ</i>-<i>αίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

καλαμαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι του σιταριού
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία
είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῖον
μικρό τζιτζίκι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καλαμαῖα
εορτή της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + -αῖος (πρβλ. δαφν-αίος, λογχ-αίος)].