σελαχώδης: Difference between revisions
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σελᾰχώδης:''' близкий к хрящевым (ἰχθύες Arst.). | |elrutext='''σελᾰχώδης:''' [[близкий к хрящевым]] (ἰχθύες Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ες, A of or like the tribe of σελάχη, ἰχθύες Arist.HA 540b15, PA669b36, 696b26, al.
German (Pape)
[Seite 870] ες, = σελαχοειδής; Arist. H. A. 2, 13; Ath. VII c. 30.
Greek (Liddell-Scott)
σελᾰχώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν σελαχοειδῶν ἢ ὅμοιος πρὸς τὰ σελάχη· ἰχθύες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 5, π. Ζ. Μορ. 3. 7, 5., 4. 13, 20, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σέλαχος (ΙΙ)]
1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών σελαχών
2. όμοιος με σέλαχος.
Russian (Dvoretsky)
σελᾰχώδης: близкий к хрящевым (ἰχθύες Arst.).