λειτουργία: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λειτουργία]], Α και λῃτουργία)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ιερουργία]] στον ναό και, [[ιδίως]], η λατρευτική [[τέλεση]] της Θείας Ευχαριστίας στον χριστιανικό ναό («η Θεία Λειτουργία»)<br /><b>2.</b> το [[τυπικό]], [[δηλαδή]] το [[σύνολο]] προσευχών, αναγνώσεων ιερών κειμένων, ψαλμών, ιερουργιών που έχουν καθοριστεί [[κατά]] το ορθόδοξο [[δόγμα]] για την [[τέλεση]] της Θείας Ευχαριστίας<br /><b>3.</b> (στην αρχαία Αθήνα) η ορισμένη από τον νόμο δαπανηρή [[υπηρεσία]] [[υπέρ]] της πόλης ή του λαού, την οποία ήταν υποχρεωμένος να παράσχει [[έπειτα]] από [[εντολή]] [[ένας]] [[πλούσιος]] [[πολίτης]] ή τήν προσέφεραν εκούσια και [[χωρίς]] [[εντολή]] εύποροι πολίτες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «η [[λειτουργία]] του Μεγάλου Βασιλείου» — η [[λειτουργία]] που τελείται μόνο [[δέκα]] φορές [[κατά]] τη Σαρακοστή<br />β) «η [[λειτουργία]] Ιωάννου του Χρυσοστόμου» — η πιο [[συνήθης]] [[λειτουργία]] στους ναούς<br />γ) «η [[λειτουργία]] τών Προηγιασμένων (Δώρων)» — η [[λειτουργία]] που τελείται τις Τετάρτες και Παρασκευές της Σαρακοστής<br />δ) «η [[λειτουργία]] Ιακώβου του Αδελφοθέου» — η παλαιότερη και εκτενέστερη από τις άλλες λειτουργίαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ρόλος]], ο [[προορισμός]] ενός μέσου, ενός συνόλου, μιας δομής ή ενός στοιχείου, ενός θεσμού ή ενός ιδρύματος (α. «κύρια [[λειτουργία]] της γλώσσας [[είναι]] η [[επικοινωνία]]» β. «η δημοκρατική [[λειτουργία]] του κράτους έχει [[πλέον]] αποκατασταθεί πλήρως»)<br /><b>2.</b> η [[κατάσταση]] ενέργειας, δράσης ή κίνησης ενός συστήματος ή συγκροτήματος, μηχανικού ή άλλου (α. «το νέο [[εργοστάσιο]] τέθηκε [[σήμερα]] σε [[λειτουργία]]» β. «η [[λειτουργία]] της μηχανής αυτής [[είναι]] ελαττωματική» γ. «η [[λειτουργία]] του [[κάμπινγκ]] δεν διακόπτεται [[ούτε]] στη [[διάρκεια]] της νύχτας»)<br /><b>3.</b> ο [[ιδιαίτερος]] [[τρόπος]] δραστηριότητας τών σωματικών οργάνων και τών αισθήσεων ο [[οποίος]] χαρακτηρίζει τα έμβια όντα (α. «έχουν ανασταλεί οι κύριες λειτουργίες του οργανισμού» β. «η [[λειτουργία]] της αναπνοής [[είναι]] πολυσύνθετη διεργασία»)<br /><b>4.</b> [[είδος]] θρησκευτικής μουσικής σύνθεσης, αλλ. [[μίσσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[παροχή]] ή [[υπηρεσία]] [[προς]] το [[κράτος]] η οποία επιβαλλόταν από τον νόμο<br /><b>2.</b> [[κάθε]] εξυπηρετική [[ενέργεια]], [[κάθε]] [[έργο]]<br /><b>3.</b> [[βοήθεια]], [[επικουρία]]<br /><b>4.</b> η [[δημόσια]] [[λατρεία]] τών θεών<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> (στο [[στράτευμα]]) «ὁ ἐπὶ τῶν λειτουργιῶν» — ο [[αξιωματικός]] που επέβλεπε τους στρατιώτες ή τους ιδιώτες τεχνίτες [[κατά]] την [[εκτέλεση]] έργου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λειτουργῶ</i>. Η λ. από την αρχ. σημ. της δημόσιας λατρείας τών θεών εξελίχθηκε στην [[έννοια]] της εκκλησιαστικής και, συγκεκριμένα, της χριστιανικής ιερουργίας. Με αυτήν τη σημ. δανείστηκαν τη λ. οι ευρωπαϊκές γλώσσες μέσω ενός υστερολατ. <i>liturgia</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>liturgy</i>, γαλλ. <i>liturgie</i>, γερμ. <i>Liturgie</i>). Πέρα από αυτήν τη σημ., η λ. [[λειτουργία]] χρησιμοποιείται ευρύτατα [[σήμερα]] προκειμένου να δηλώσει την εν δράσει [[κατάσταση]], [[ενέργεια]], ρόλο ή προορισμό, σημασίες που αποδίδουν αντίστοιχες χρήσεις ξεν. λ. (αγγλ. <i>function</i>, γαλλ. <i>function</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>functio</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>functus</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του <i>fungor</i> «[[επιτελώ]], [[εκτελώ]] τα καθήκοντά μου»), [[χωρίς]] να απέχουν πολύ από την αρχ. σημ. «[[παροχή]] υπηρεσίας, [[κάθε]] εξυπηρετική [[ενέργεια]]»].
|mltxt=η (AM [[λειτουργία]], Α και λῃτουργία)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ιερουργία]] στον ναό και, [[ιδίως]], η λατρευτική [[τέλεση]] της Θείας Ευχαριστίας στον χριστιανικό ναό («η Θεία Λειτουργία»)<br /><b>2.</b> το [[τυπικό]], [[δηλαδή]] το [[σύνολο]] προσευχών, αναγνώσεων ιερών κειμένων, ψαλμών, ιερουργιών που έχουν καθοριστεί [[κατά]] το ορθόδοξο [[δόγμα]] για την [[τέλεση]] της Θείας Ευχαριστίας<br /><b>3.</b> (στην αρχαία Αθήνα) η ορισμένη από τον νόμο δαπανηρή [[υπηρεσία]] [[υπέρ]] της πόλης ή του λαού, την οποία ήταν υποχρεωμένος να παράσχει [[έπειτα]] από [[εντολή]] [[ένας]] [[πλούσιος]] [[πολίτης]] ή τήν προσέφεραν εκούσια και [[χωρίς]] [[εντολή]] εύποροι πολίτες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «η [[λειτουργία]] του Μεγάλου Βασιλείου» — η [[λειτουργία]] που τελείται μόνο [[δέκα]] φορές [[κατά]] τη Σαρακοστή<br />β) «η [[λειτουργία]] Ιωάννου του Χρυσοστόμου» — η πιο [[συνήθης]] [[λειτουργία]] στους ναούς<br />γ) «η [[λειτουργία]] τών Προηγιασμένων (Δώρων)» — η [[λειτουργία]] που τελείται τις Τετάρτες και Παρασκευές της Σαρακοστής<br />δ) «η [[λειτουργία]] Ιακώβου του Αδελφοθέου» — η παλαιότερη και εκτενέστερη από τις άλλες λειτουργίαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ρόλος]], ο [[προορισμός]] ενός μέσου, ενός συνόλου, μιας δομής ή ενός στοιχείου, ενός θεσμού ή ενός ιδρύματος (α. «κύρια [[λειτουργία]] της γλώσσας [[είναι]] η [[επικοινωνία]]» β. «η δημοκρατική [[λειτουργία]] του κράτους έχει [[πλέον]] αποκατασταθεί πλήρως»)<br /><b>2.</b> η [[κατάσταση]] ενέργειας, δράσης ή κίνησης ενός συστήματος ή συγκροτήματος, μηχανικού ή άλλου (α. «το νέο [[εργοστάσιο]] τέθηκε [[σήμερα]] σε [[λειτουργία]]» β. «η [[λειτουργία]] της μηχανής αυτής [[είναι]] ελαττωματική» γ. «η [[λειτουργία]] του [[κάμπινγκ]] δεν διακόπτεται [[ούτε]] στη [[διάρκεια]] της νύχτας»)<br /><b>3.</b> ο [[ιδιαίτερος]] [[τρόπος]] δραστηριότητας τών σωματικών οργάνων και τών αισθήσεων ο [[οποίος]] χαρακτηρίζει τα έμβια όντα (α. «έχουν ανασταλεί οι κύριες λειτουργίες του οργανισμού» β. «η [[λειτουργία]] της αναπνοής [[είναι]] πολυσύνθετη διεργασία»)<br /><b>4.</b> [[είδος]] θρησκευτικής μουσικής σύνθεσης, αλλ. [[μίσσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[παροχή]] ή [[υπηρεσία]] [[προς]] το [[κράτος]] η οποία επιβαλλόταν από τον νόμο<br /><b>2.</b> [[κάθε]] εξυπηρετική [[ενέργεια]], [[κάθε]] [[έργο]]<br /><b>3.</b> [[βοήθεια]], [[επικουρία]]<br /><b>4.</b> η [[δημόσια]] [[λατρεία]] τών θεών<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> (στο [[στράτευμα]]) «ὁ ἐπὶ τῶν λειτουργιῶν» — ο [[αξιωματικός]] που επέβλεπε τους στρατιώτες ή τους ιδιώτες τεχνίτες [[κατά]] την [[εκτέλεση]] έργου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λειτουργῶ</i>. Η λ. από την αρχ. σημ. της δημόσιας λατρείας τών θεών εξελίχθηκε στην [[έννοια]] της εκκλησιαστικής και, συγκεκριμένα, της χριστιανικής ιερουργίας. Με αυτήν τη σημ. δανείστηκαν τη λ. οι ευρωπαϊκές γλώσσες μέσω ενός υστερολατ. <i>liturgia</i> ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>liturgy</i>, γαλλ. <i>liturgie</i>, γερμ. <i>Liturgie</i>). Πέρα από αυτήν τη σημ., η λ. [[λειτουργία]] χρησιμοποιείται ευρύτατα [[σήμερα]] προκειμένου να δηλώσει την εν δράσει [[κατάσταση]], [[ενέργεια]], ρόλο ή προορισμό, σημασίες που αποδίδουν αντίστοιχες χρήσεις ξεν. λ. (αγγλ. <i>function</i>, γαλλ. <i>function</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>functio</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>functus</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του <i>fungor</i> «[[επιτελώ]], [[εκτελώ]] τα καθήκοντά μου»), [[χωρίς]] να απέχουν πολύ από την αρχ. σημ. «[[παροχή]] υπηρεσίας, [[κάθε]] εξυπηρετική [[ενέργεια]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm