Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επίμικτος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίμικτος]] και [[ἐπίμεικτος]], -ον (Α) [[[επιμίγνυμι]]<br /><b>1.</b> ανακατωμένος<br /><b>2.</b> [[κοινός]] («τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῑς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές<br /><b>4.</b> (για στίχο ή [[ποίημα]]) [[εκείνος]] που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες.
|mltxt=[[ἐπίμικτος]] και [[ἐπίμεικτος]], -ον (Α) [[επιμίγνυμι]]<br /><b>1.</b> ανακατωμένος<br /><b>2.</b> [[κοινός]] («τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῑς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές<br /><b>4.</b> (για στίχο ή [[ποίημα]]) [[εκείνος]] που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες.
}}
}}

Revision as of 16:49, 25 July 2021

Greek Monolingual

ἐπίμικτος και ἐπίμεικτος, -ον (Α) επιμίγνυμι
1. ανακατωμένος
2. κοινός («τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῑς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», Στράβ.)
3. αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές
4. (για στίχο ή ποίημα) εκείνος που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες.