abuse: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(Woodhouse 2) |
(CSV3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ | {{Woodhouse1 | ||
| | |Text=[[File:woodhouse_5.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_5.jpg}}]]'''v. trans.''' | ||
<b class="b2">Misuse</b>: P. ἀποχρῆσθαι (dat.). | |||
<b class="b2">Speak evil of</b>: P. and V. κακῶς [[λέγω|λέγειν]], [[διαβάλλω|διαβάλλειν]], λοιδορεῖν (or mid. with dat.), ὑβρίζειν, ὀνειδίζειν (dat.), P. κακίζειν, βασκαίνειν, βλασφημεῖν (εἰς, acc. or [[κατά]], gen.), ἐπηρεάζειν (dat.), Ar. and P. συκοφαντεῖν, V. ἐξονειδίζειν, κακοστομεῖν, δυσφημεῖν, δεννάζειν, δυστομεῖν, κυδάζεσθαι (dat.). | |||
'''subs.''' | |||
<b class="b2">Reproach, insult</b>: P. and V. [[ὕβρις]], ἡ, [[ὄνειδος]], τό, [[διαβολή]], ἡ, P. [[ἐπήρεια]], ἡ, [[βλασφημία]], ἡ, [[κακηγορία]], ἡ, [[βασκανία]], ἡ, Ar. and P. [[συκοφαντία]], ἡ, [[λοιδορία]], ἡ. | |||
<b class="b2">Mischief, evil</b>: P. and V. κακόν, τό. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 21 July 2017
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Misuse: P. ἀποχρῆσθαι (dat.).
Speak evil of: P. and V. κακῶς λέγειν, διαβάλλειν, λοιδορεῖν (or mid. with dat.), ὑβρίζειν, ὀνειδίζειν (dat.), P. κακίζειν, βασκαίνειν, βλασφημεῖν (εἰς, acc. or κατά, gen.), ἐπηρεάζειν (dat.), Ar. and P. συκοφαντεῖν, V. ἐξονειδίζειν, κακοστομεῖν, δυσφημεῖν, δεννάζειν, δυστομεῖν, κυδάζεσθαι (dat.).
subs.
Reproach, insult: P. and V. ὕβρις, ἡ, ὄνειδος, τό, διαβολή, ἡ, P. ἐπήρεια, ἡ, βλασφημία, ἡ, κακηγορία, ἡ, βασκανία, ἡ, Ar. and P. συκοφαντία, ἡ, λοιδορία, ἡ.
Mischief, evil: P. and V. κακόν, τό.