εύκρηνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔκρηνος]], -ον, επικ. τ. [[ἐΰκρηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες<br /><b>2.</b> αυτός που αρδεύεται καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]]), [[πρβλ]]. <i>αγχί</i>-<i>κρηνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>κρηνος</i>].
|mltxt=[[εὔκρηνος]], -ον, επικ. τ. [[ἐΰκρηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες<br /><b>2.</b> αυτός που αρδεύεται καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]]), [[πρβλ]]. [[αγχίκρηνος]], [[καλλίκρηνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:48, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὔκρηνος, -ον, επικ. τ. ἐΰκρηνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες
2. αυτός που αρδεύεται καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχίκρηνος, καλλίκρηνος].