εύκρηνος

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369

Greek Monolingual

εὔκρηνος, -ον, επικ. τ. ἐΰκρηνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες
2. αυτός που αρδεύεται καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχίκρηνος, καλλίκρηνος].