καλλίκρηνος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίκρηνος Medium diacritics: καλλίκρηνος Low diacritics: καλλίκρηνος Capitals: ΚΑΛΛΙΚΡΗΝΟΣ
Transliteration A: kallíkrēnos Transliteration B: kallikrēnos Transliteration C: kallikrinos Beta Code: kalli/krhnos

English (LSJ)

Dor. καλλίακρανος, ον, with beautiful spring, Pi.Fr.198.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schöner Quelle, Pind. frg. 211.

Russian (Dvoretsky)

καλλίκρηνος: дор. καλλίκρᾱνος 2 с прекрасным источником (Τιλφῶσσα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίκρηνος: Δωρ. - κρᾱνος, ον, ἔχων καλὴν κρήνην, Πινδ. Ἀποσπ. 211.

Greek Monolingual

καλλίκρηνος, δωρ. τ. καλλίκρανος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία κρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχίκρηνος, εύκρηνος].