ημεροποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμερος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]) [[πρβλ]]. <i>ηθο</i>-[[ποιός]], <i>θαυματο</i>-[[ποιός]].
|mltxt=[[ἡμεροποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμερος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]) [[πρβλ]]. [[ηθοποιός]], [[θαυματοποιός]].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἡμεροποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + -ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθοποιός, θαυματοποιός.