ἡμεροποιός
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
ἡμεροποιόν, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμεροποιός: -όν, ποιῶν τι ἤ τινα ἥμερον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἡμεροποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + -ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθοποιός, θαυματοποιός.