ημιμελής: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[ημιμελία]], που έχει ένα [[μέλος]] ατελές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]) [[πρβλ]]. <i>αρτι</i>-[[μελής]], <i>πολυ</i>-[[μελής]]].
|mltxt=-ές<br /><b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[ημιμελία]], που έχει ένα [[μέλος]] ατελές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]) [[πρβλ]]. [[αρτιμελής]], [[πολυμελής]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 24 August 2021

Greek Monolingual

-ές
ιατρ. αυτός που πάσχει από ημιμελία, που έχει ένα μέλος ατελές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μελής (< μέλος) πρβλ. αρτιμελής, πολυμελής].