ημιμελής

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

-ές
ιατρ. αυτός που πάσχει από ημιμελία, που έχει ένα μέλος ατελές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μελής (< μέλος) πρβλ. αρτιμελής, πολυμελής].