θαλασσινός: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[θαλασσινός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θάλασσα]] ή που προέρχεται από αυτήν («[[θαλασσινός]] [[αγέρας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται διά θαλάσσης («θαλασσινό [[ταξίδι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θαλασσινός]]<br />ο [[ναυτικός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα θαλασσινά</i><br />τα διάφορα οστρακόδερμα της θάλασσας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θαλασσινά</i> (Μ θαλασσινά)<br /><b>1.</b> από τη [[μεριά]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> [[κοντά]] στη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />διά θαλάσσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλασσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ή, -ό (Μ [[θαλασσινός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θάλασσα]] ή που προέρχεται από αυτήν («[[θαλασσινός]] [[αγέρας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται διά θαλάσσης («θαλασσινό [[ταξίδι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θαλασσινός]]<br />ο [[ναυτικός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα θαλασσινά</i><br />τα διάφορα οστρακόδερμα της θάλασσας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θαλασσινά</i> (Μ θαλασσινά)<br /><b>1.</b> από τη [[μεριά]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> [[κοντά]] στη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />διά θαλάσσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλασσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ([[πρβλ]]. [[εσπερινός]], [[θερινός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ θαλασσινός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα ή που προέρχεται από αυτήν («θαλασσινός αγέρας»)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται διά θαλάσσης («θαλασσινό ταξίδι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσινός
ο ναυτικός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θαλασσινά
τα διάφορα οστρακόδερμα της θάλασσας.
επίρρ...
θαλασσινά (Μ θαλασσινά)
1. από τη μεριά της θάλασσας
2. κοντά στη θάλασσα
νεοελλ.
διά θαλάσσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -ινός (πρβλ. εσπερινός, θερινός)].