αγέρας

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

ο
βλ. αέρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας με ανάπτυξη ευφωνικού -γ-, πρβλ. άγουρος, κλαίγω κ.λπ.].