ημίανδρος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμίανδρος]], ό (AM)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ άντρας, [[ευνούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i>), [[πρβλ]]. <i>άν</i>-<i>ανδρος</i>, <i>φίλ</i>-<i>ανδρος</i>].
|mltxt=[[ἡμίανδρος]], ό (AM)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ άντρας, [[ευνούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i>), [[πρβλ]]. [[άνανδρος]], [[φίλανδρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμίανδρος, ό (AM)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ άντρας, ευνούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ανδρος (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. άνανδρος, φίλανδρος].