ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland
ἡμίανδρος, ό (AM)αυτός που είναι κατά το ήμισυ άντρας, ευνούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ανδρος (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. άνανδρος, φίλανδρος].