Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
ἡμίανδρος, ό (AM)αυτός που είναι κατά το ήμισυ άντρας, ευνούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ανδρος (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. άνανδρος, φίλανδρος].