θερμογόνος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br />αυτός που παράγει [[θερμότητα]] («[[θερμογόνος]] [[πηγή]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ο, θηλ. και -α<br />αυτός που παράγει [[θερμότητα]] («[[θερμογόνος]] [[πηγή]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]] ([[πρβλ]]. [[ανδρογόνος]], [[ζωογόνος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό [[σύγγραμμα]] [[Ερμής]] οΛόγιος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 24 August 2021
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α
αυτός που παράγει θερμότητα («θερμογόνος πηγή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -γονος < γίγνομαι (πρβλ. ανδρογόνος, ζωογόνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος].