Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζωογόνος

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωογόνος Medium diacritics: ζωογόνος Low diacritics: ζωογόνος Capitals: ΖΩΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: zōogónos Transliteration B: zōogonos Transliteration C: zoogonos Beta Code: zwogo/nos

English (LSJ)

ον, producing animals, generative, Aret. SD 2.5, Orph. H. 38.3; name of Apollo, AP 9.525.7; producing life, Procl. Inst. 155; θεός Jul. Or. 5.175c, Dam. Pr. 267; ῥοίζημα ib. 282; ῥαθάμιγγες Procl. H. 1.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne la vie ; fécond.
Étymologie: ζωός, γίγνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ζωογόνος: -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, παραγωγικός, γόνιμος, σπέρμα Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά, διότι συχνάκις βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ φέρω ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93.

Greek Monolingual

(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM ζωογόνος, -ον)
1. αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, δημιουργός ζωής, παραγωγικός, γόνιμος, ζωοποιός
2. αυτός που παρέχει ζωή (α. «ζωογόνος αέρας», Βάρν.
β. «ζωογόνος θεός», Ιουλ.)
3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, εμψυχωτήςζωογόνος πίστις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. τεκνογόνος, τερατογόνος.

Middle Liddell

2 [ζωή]
life-bringing, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=γόνιμος). Ἀπό τό ζωή + γενέσθαι τοῦ γίγνομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα γίγνομαι καί στή λέξη ζωή.