ιμερόγυιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμερόγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυῖον]]), [[πρβλ]]. <i>αγλαό</i>-<i>γυιος</i>, <i>λιπό</i>-<i>γυιος</i>].
|mltxt=[[ἱμερόγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυῖον]]), [[πρβλ]]. [[αγλαόγυιος]], [[λιπόγυιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱμερόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -γυιος (< γυῖον), πρβλ. αγλαόγυιος, λιπόγυιος].