ιερακόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱερακόμορφος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιερακόμορφα</i><br />[[τάξη]] πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία [[μαζί]] με τα [[γλαυκόμορφα]] συγκροτούν την [[ομάδα]] τών αρπακτικών<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Αιγύπτιο θεό Ήλιο) αυτός που εικονίζεται με [[μορφή]] γερακιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ιερακόμορφος]] <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] ([[πρβλ]]. <i>αυτό</i>-<i>μορφος</i>, <i>χαριτό</i>-<i>μορφος</i>), ενώ το νεοελλ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>falconiformes</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱερακόμορφος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιερακόμορφα</i><br />[[τάξη]] πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία [[μαζί]] με τα [[γλαυκόμορφα]] συγκροτούν την [[ομάδα]] τών αρπακτικών<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Αιγύπτιο θεό Ήλιο) αυτός που εικονίζεται με [[μορφή]] γερακιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ιερακόμορφος]] <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] ([[πρβλ]]. [[αυτόμορφος]], [[χαριτόμορφος]]), ενώ το νεοελλ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>falconiformes</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:06, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱερακόμορφος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερακόμορφα
τάξη πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία μαζί με τα γλαυκόμορφα συγκροτούν την ομάδα τών αρπακτικών
αρχ.
(για τον Αιγύπτιο θεό Ήλιο) αυτός που εικονίζεται με μορφή γερακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ιερακόμορφος < ιέραξ, -ακος + -μορφος < μορφή (πρβλ. αυτόμορφος, χαριτόμορφος), ενώ το νεοελλ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. falconiformes].