ιπποσκελής: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποσκελής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει σκέλη ίππου («[[ἄνθρωπος]] [[ἱπποσκελής]]» — [[άνθρωπος]] με σκέλη ίππου, <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. <i>ισο</i>-<i>σκελής</i>, <i>ισχνο</i>-<i>σκελής</i>].
|mltxt=[[ἱπποσκελής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει σκέλη ίππου («[[ἄνθρωπος]] [[ἱπποσκελής]]» — [[άνθρωπος]] με σκέλη ίππου, <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. [[ισοσκελής]], [[ισχνοσκελής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱπποσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει σκέλη ίππου («ἄνθρωπος ἱπποσκελής» — άνθρωπος με σκέλη ίππου, Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισοσκελής, ισχνοσκελής].