ιπποσκελής
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
ἱπποσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει σκέλη ίππου («ἄνθρωπος ἱπποσκελής» — άνθρωπος με σκέλη ίππου, Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισοσκελής, ισχνοσκελής].