ικετήσιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱκετήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) <i>Ἱκετήσιος</i><br />ο [[προστάτης]] τών ικετών<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἱκετήσιος]]<br />ο [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ησιος</i> ([[πρβλ]]. <i>βιοτ</i>-<i>ήσιος</i>, <i>φιλοτ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=[[ἱκετήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) <i>Ἱκετήσιος</i><br />ο [[προστάτης]] τών ικετών<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἱκετήσιος]]<br />ο [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ησιος</i> ([[πρβλ]]. [[βιοτήσιος]], [[φιλοτήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιος
ο προστάτης τών ικετών
2. το αρσ. ως ουσ.ἱκετήσιος
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος)].