ισχυροποιός: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσχυροποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] ισχυρό, [[ενισχυτικός]], [[δυναμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰσχυροποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] ισχυρό, [[ενισχυτικός]], [[δυναμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ενοχοποιός]], [[ξηροποιός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:44, 24 August 2021
Greek Monolingual
ἰσχυροποιός, -όν (Α)
αυτός που καθιστά κάτι ισχυρό, ενισχυτικός, δυναμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ενοχοποιός, ξηροποιός.