ισχυροποιός
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek Monolingual
ἰσχυροποιός, -όν (Α)
αυτός που καθιστά κάτι ισχυρό, ενισχυτικός, δυναμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ενοχοποιός, ξηροποιός.