ισχυροποιός

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433

Greek Monolingual

ἰσχυροποιός, -όν (Α)
αυτός που καθιστά κάτι ισχυρό, ενισχυτικός, δυναμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ενοχοποιός, ξηροποιός.