καρποζιζανιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρποζιζανιοφόρος]], ὁ (Μ)<br />αυτός που παράγει ζιζάνια και όχι καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] <span style="color: red;">+</span> [[ζιζάνιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>αγγελια</i>-[[φόρος]], <i>αχθο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=[[καρποζιζανιοφόρος]], ὁ (Μ)<br />αυτός που παράγει ζιζάνια και όχι καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] <span style="color: red;">+</span> [[ζιζάνιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[αγγελιαφόρος]], [[αχθοφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 24 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

καρποζιζανιοφόρος: οὗ ὁ καρπὸς εἶναι ζιζάνια, Ἀναστ. Σιν. 1073C.

Greek Monolingual

καρποζιζανιοφόρος, ὁ (Μ)
αυτός που παράγει ζιζάνια και όχι καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + ζιζάνιον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελιαφόρος, αχθοφόρος.