κατάβαθα: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> εντελώς στο [[βάθος]], [[πάρα]] πολύ [[βαθιά]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. με [[άρθρο]] ως ουσ.) τα [[κατάβαθα]]<br />τα [[έγκατα]], τα [[βάθη]], τα μύχια, (α. «στα [[κατάβαθα]] της γης» β. «μέ συγκίνησε ώς τα [[κατάβαθα]] της ψυχής»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]]), [[πρβλ]]. <i>εσώ</i>-<i>βαθα</i>, <i>τρίσ</i>-<i>βαθα</i>].
|mltxt=<b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> εντελώς στο [[βάθος]], [[πάρα]] πολύ [[βαθιά]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. με [[άρθρο]] ως ουσ.) τα [[κατάβαθα]]<br />τα [[έγκατα]], τα [[βάθη]], τα μύχια, (α. «στα [[κατάβαθα]] της γης» β. «μέ συγκίνησε ώς τα [[κατάβαθα]] της ψυχής»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]]), [[πρβλ]]. [[εσώβαθα]], [[τρίσβαθα]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:21, 23 August 2021

Greek Monolingual

επίρρ.
1. εντελώς στο βάθος, πάρα πολύ βαθιά
2. (το ουδ. πληθ. με άρθρο ως ουσ.) τα κατάβαθα
τα έγκατα, τα βάθη, τα μύχια, (α. «στα κατάβαθα της γης» β. «μέ συγκίνησε ώς τα κατάβαθα της ψυχής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βαθα (< βαθύς), πρβλ. εσώβαθα, τρίσβαθα].