Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταβολάδα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α καταβολάς, -[[άδος]])<br />[[κλάδος]] φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό του είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο [[φυτό]] έχει ήδη αποκτήσει ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] που προέρχεται με τέτοιο [[φύτεμα]] («αυτό το [[κλήμα]] [[είναι]] [[καταβολάδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταβολ</i>- ([[πρβλ]]. <i>καταβολ</i>-<i>ή</i>) του [[καταβάλλω]] με τη σημ. «[[ρίχνω]] σπόρο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. <i>εκ</i>-[[βολή]] <span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i>-[[βάλλω]], <i>εμ</i>-[[βολή]] <span style="color: red;"><</span> <i>εμ</i>-[[βάλλω]])].
|mltxt=η (Α καταβολάς, -[[άδος]])<br />[[κλάδος]] φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό του είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο [[φυτό]] έχει ήδη αποκτήσει ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] που προέρχεται με τέτοιο [[φύτεμα]] («αυτό το [[κλήμα]] [[είναι]] [[καταβολάδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταβολ</i>- ([[πρβλ]]. [[καταβολή]]) του [[καταβάλλω]] με τη σημ. «[[ρίχνω]] σπόρο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. <i>εκ</i>-[[βολή]] <span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i>-[[βάλλω]], <i>εμ</i>-[[βολή]] <span style="color: red;"><</span> <i>εμ</i>-[[βάλλω]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

η (Α καταβολάς, -άδος)
κλάδος φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό του είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο φυτό έχει ήδη αποκτήσει ρίζες
νεοελλ.
το φυτό που προέρχεται με τέτοιο φύτεμα («αυτό το κλήμα είναι καταβολάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- (πρβλ. καταβολή) του καταβάλλω με τη σημ. «ρίχνω σπόρο» + κατάλ. -άς (πρβλ. εκ-βολή < εκ-βάλλω, εμ-βολή < εμ-βάλλω)].