κυνόδοντας: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κυνόδους]], -οντος)<br />καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, [[τέσσερα]] στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται [[μεταξύ]] τών τομέων και τών προγομφίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόντι]] δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)<br /><b>2.</b> [[δόντι]] πριονιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> ([[πρβλ]]. <i>χαλ</i>-<i>όδους</i>, <i>χαυλι</i>-<i>όδους</i>)].
|mltxt=ο (Α [[κυνόδους]], -οντος)<br />καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, [[τέσσερα]] στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται [[μεταξύ]] τών τομέων και τών προγομφίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόντι]] δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)<br /><b>2.</b> [[δόντι]] πριονιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> ([[πρβλ]]. [[χαλόδους]], [[χαυλιόδους]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α κυνόδους, -οντος)
καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, τέσσερα στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται μεταξύ τών τομέων και τών προγομφίων
αρχ.
1. δόντι δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)
2. δόντι πριονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. χαλόδους, χαυλιόδους)].