μελισσαριό: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μελισσάριον]]) [[μέλισσα]]<br />[[τόπος]] όπου [[είναι]] εγκατεστημένα μελίσσια, [[μελισσοκομείο]], [[μελισσουργείο]], [[μελισσομάντρι]], [[μελισσώνας]] («καὶ ἰδοὺ [[μελισσάριον]] ἐν τῷ σώματι τοῦ λέοντος καὶ [[μέλι]] ἧν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αριό</i> (μέσω ενός αμάρτυρου <i>μελισσ</i>-<i>άρης</i>), [[πρβλ]]. <i>κηφην</i>-<i>αριό</i>].
|mltxt=το (Α [[μελισσάριον]]) [[μέλισσα]]<br />[[τόπος]] όπου [[είναι]] εγκατεστημένα μελίσσια, [[μελισσοκομείο]], [[μελισσουργείο]], [[μελισσομάντρι]], [[μελισσώνας]] («καὶ ἰδοὺ [[μελισσάριον]] ἐν τῷ σώματι τοῦ λέοντος καὶ [[μέλι]] ἧν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αριό</i> (μέσω ενός αμάρτυρου <i>μελισσ</i>-<i>άρης</i>), [[πρβλ]]. [[κηφηναριό]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

το (Α μελισσάριον) μέλισσα
τόπος όπου είναι εγκατεστημένα μελίσσια, μελισσοκομείο, μελισσουργείο, μελισσομάντρι, μελισσώνας («καὶ ἰδοὺ μελισσάριον ἐν τῷ σώματι τοῦ λέοντος καὶ μέλι ἧν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -αριό (μέσω ενός αμάρτυρου μελισσ-άρης), πρβλ. κηφηναριό].