μελισσώνας

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

ο, και μελισσώνα, η (ΑM μελισσών, -ῶνος, Α αττ. τ. μελιττών, Μ και μελισσώνας και μελισσιώνας)
τόπος κατάλληλος για την εκτροφή μελισσών, μελισσοκομείο, μελισσοτροφείο, μελισσοτόπι («καὶ Ἰάαλ δρυμὸς ἦν μελισσῶνος κατὰ πρόσωπον τοῦ ἀγροῦ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. αμπελών)].