μόρφων: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μόρφων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που προσποιείται αισθήματα τα οποία δεν έχει, [[υποκριτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> ([[πρβλ]]. <i>θεράπ</i>-<i>ων</i>)].
|mltxt=[[μόρφων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που προσποιείται αισθήματα τα οποία δεν έχει, [[υποκριτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> ([[πρβλ]]. [[θεράπων]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:47, 13 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

μόρφων: -ωνος, ὁ, ὑποκριτής, Ἰγνάτ. Ἐπίσκ. Μαγνησιεῦσιν σ. 144, = 53, ἔκδ. Γενεύης 1623.

Greek Monolingual

μόρφων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που προσποιείται αισθήματα τα οποία δεν έχει, υποκριτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + κατάλ. -ων (πρβλ. θεράπων)].