λινούχος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λινοῡχος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή μεταχειρίζεται δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. [[δικαιούχος]], [[τυμβούχος]]].
|mltxt=λινοῦχος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή μεταχειρίζεται δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. [[δικαιούχος]], [[τυμβούχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:25, 13 June 2022

Greek Monolingual

λινοῦχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή μεταχειρίζεται δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. δικαιούχος, τυμβούχος].