απαγής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαγής]] (-οῦς), -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το πολύ μικρό [[πουλί]], ο [[άπτερος]] [[νεοσσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[στερεός]], ο [[σκληρός]], ο [[μαλακός]] ( | |mltxt=[[ἀπαγής]] (-οῦς), -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το πολύ μικρό [[πουλί]], ο [[άπτερος]] [[νεοσσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[στερεός]], ο [[σκληρός]], ο [[μαλακός]] («πῖλοι ἀπαγέες» — [[μαλακά]] καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> ο μη [[στερεός]], ο [[υγρός]] («[[ὕδωρ]]... ἀπαγές», [[Πλούταρχος]])<br /><b>3.</b> (για τη [[σάρκα]]) [[πλαδαρός]] (Διογ. Λαέρτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (πρβλ. [[ευπαγής]], [[συμπαγής]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:28, 6 February 2024
Greek Monolingual
ἀπαγής (-οῦς), -ές (AM)
μσν.
το πολύ μικρό πουλί, ο άπτερος νεοσσός
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι στερεός, ο σκληρός, ο μαλακός («πῖλοι ἀπαγέες» — μαλακά καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)
2. ο μη στερεός, ο υγρός («ὕδωρ... ἀπαγές», Πλούταρχος)
3. (για τη σάρκα) πλαδαρός (Διογ. Λαέρτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. ευπαγής, συμπαγής κ.ά.)].