γιγγλυμόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
m (Text replacement - " :" to ":") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[γιγγλυμόομαι]] [[γίγγλυμος]] gescharnierd zijn :. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45. | |elnltext=[[γιγγλυμόομαι]] [[γίγγλυμος]] gescharnierd zijn:. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 21 August 2022
English (LSJ)
A to be hinge-jointed, γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι Hp.Art.45.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλῠμόομαι: συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.
Spanish (DGE)
medic. encajarse como un gozne γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι Hp.Art.45, cf. Gal.18(1).532.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γιγγλυμόομαι γίγγλυμος gescharnierd zijn:. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45.