πολτάριος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poltarios
|Transliteration C=poltarios
|Beta Code=polta/rios
|Beta Code=polta/rios
|Definition=[ᾱ], ὁ, = Lat. [[pultarius]], Gal.13.280, <span class="title">Gloss.</span>:—Dim. βουλτᾱρίδιον, τό, <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>2.40</span>.
|Definition=[ᾱ], ὁ, = Lat. [[pultarius]], Gal.13.280, ''Glossaria'':—Dim. βουλτᾱρίδιον, τό, ''PHolm.''2.40.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[χύτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pultarius</i> «[[χύτρα]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>puls</i>, <i>pultis</i> «[[πολτός]]», το οποίο δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική πιθ. μέσω της Ετρουσκικής].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[χύτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pultarius</i> «[[χύτρα]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>puls</i>, <i>pultis</i> «[[πολτός]]», το οποίο δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική πιθ. μέσω της Ετρουσκικής].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολτάριος Medium diacritics: πολτάριος Low diacritics: πολτάριος Capitals: ΠΟΛΤΑΡΙΟΣ
Transliteration A: poltários Transliteration B: poltarios Transliteration C: poltarios Beta Code: polta/rios

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, = Lat. pultarius, Gal.13.280, Glossaria:—Dim. βουλτᾱρίδιον, τό, PHolm.2.40.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pultarius «χύτρα» < λατ. puls, pultis «πολτός», το οποίο δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική πιθ. μέσω της Ετρουσκικής].