προσωποποιός: Difference between revisions
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosopopoios | |Transliteration C=prosopopoios | ||
|Beta Code=proswpopoio/s | |Beta Code=proswpopoio/s | ||
|Definition=ὁ, [[mask-maker]], | |Definition=ὁ, [[mask-maker]], Com.Adesp.332. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, mask-maker, Com.Adesp.332.
German (Pape)
[Seite 790] 1) zur Person machend, abstracte Begriffe od. leblose Dinge in menschliche Sprache und Handlungsweise einkleidend, dramatisirend, Sp. – 2) Masken, Larven machend, Poll. 4, 115.
Greek (Liddell-Scott)
προσωποποιός: -όν, ὁ προσωποποιῶν, τινὸς Μεθόδ. 367Α· ὁ ποιῶν προσωπεῖα, σκευοποιός, Πολυδ. Β´, 47, Δ´, 115.
Greek Monolingual
-όν, Α
1. αυτός παριστάνει με δραματικό τρόπο άψυχα πράγματα ή αφηρημένες έννοιες ως πρόσωπα τα οποία διαλέγονται ή δρουν
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσωποποιός
αυτός που κατασκευάζει προσωπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + -ποιός].