χαμαιλεύκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαιλεύκη''': ἡ, = βήχιον, tussilago, ἡ ἔτι καὶ νῦν καλουμένη χαμολεύκη ἐν Κεφαλληνίᾳ. Διοσκ. (ἐν τοῖς Νοθ.) 3. 126, Πλίν. 24. 83· - ἀλλὰ τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο φαίνεται ὅτι ἐδίδετο καὶ εἰς ἄλλα φυτά, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ) 4. 126.
|lstext='''χᾰμαιλεύκη''': ἡ, = βήχιον, tussilago, ἡ ἔτι καὶ νῦν καλουμένη χαμολεύκη ἐν Κεφαλληνίᾳ. Διοσκ. (ἐν τοῖς Νοθ.) 3. 126, Πλίν. 24. 83· - ἀλλὰ τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο φαίνεται ὅτι ἐδίδετο καὶ εἰς ἄλλα φυτά, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ) 4. 126.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, auch [[χαμαιπεύκη]], eine [[Pflanze]], <i>[[Huflattig]]</i>, [[sonst]] [[βήχιον]], Sp.
}}
}}

Revision as of 16:58, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιλεύκη Medium diacritics: χαμαιλεύκη Low diacritics: χαμαιλεύκη Capitals: ΧΑΜΑΙΛΕΥΚΗ
Transliteration A: chamaileúkē Transliteration B: chamaileukē Transliteration C: chamaileyki Beta Code: xamaileu/kh

English (LSJ)

ἡ, = βήχιον, Ps.-Dsc.3.112; also = χαμαίκισσος, ib.4.125.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιλεύκη: ἡ, = βήχιον, tussilago, ἡ ἔτι καὶ νῦν καλουμένη χαμολεύκη ἐν Κεφαλληνίᾳ. Διοσκ. (ἐν τοῖς Νοθ.) 3. 126, Πλίν. 24. 83· - ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦτο φαίνεται ὅτι ἐδίδετο καὶ εἰς ἄλλα φυτά, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ) 4. 126.

German (Pape)

ἡ, auch χαμαιπεύκη, eine Pflanze, Huflattig, sonst βήχιον, Sp.