κοτυλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοτυλώδης]], -ῶδες (Α) [[κοτύλη]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κοτύλη]], [[κοτυλοειδής]].
|mltxt=[[κοτυλώδης]], -ῶδες (Α) [[κοτύλη]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κοτύλη]], [[κοτυλοειδής]].
}}
{{pape
|ptext=ες, = [[κοτυλοειδής]]; Ath. XI.480b erkl. [[κυαθίς]], κοτυλῶδες [[ἀγγεῖον]].
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλώδης Medium diacritics: κοτυλώδης Low diacritics: κοτυλώδης Capitals: ΚΟΤΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: kotylṓdēs Transliteration B: kotylōdēs Transliteration C: kotylodis Beta Code: kotulw/dhs

English (LSJ)

ες, like a κοτύλη, ἀγγεῖον ib.480b.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κοτύλην, Ἀθήν. 480Β.

Greek Monolingual

κοτυλώδης, -ῶδες (Α) κοτύλη
αυτός που μοιάζει με κοτύλη, κοτυλοειδής.

German (Pape)

ες, = κοτυλοειδής; Ath. XI.480b erkl. κυαθίς, κοτυλῶδες ἀγγεῖον.