ἀθεσμία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)qesmi/a
|Beta Code=a)qesmi/a
|Definition=ἡ, [[lawlessness]], EM25.7.
|Definition=ἡ, [[lawlessness]], EM25.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[comportamiento contrario a la ley o a la moral]], [[inmoralidad]] (ὁ Χριστός) βεβηλωμένος ἀπὸ ἀθεσμιῶν ἡμῶν Aq. en Eus.<i>Is</i>.53.5, δαίμονες ... πάντα τὰ μέλη τῇ ἀθεσμίᾳ καχλάζειν καὶ κυματοῦσθαι ποιοῦσιν Nil. en Io.D.M.95.1169B, Λώτ ... μεταξὺ τοσαύτης ἀσεβείας καὶ παρανομίας καὶ ἀθεσμίας στρεφόμενος Basil.M.31.1397C.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθεσμία''': ἡ, [[ἀνομία]], Ἐκκλ.
|lstext='''ἀθεσμία''': ἡ, [[ἀνομία]], Ἐκκλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[comportamiento contrario a la ley o a la moral]], [[inmoralidad]] (ὁ Χριστός) βεβηλωμένος ἀπὸ ἀθεσμιῶν ἡμῶν Aq. en Eus.<i>Is</i>.53.5, δαίμονες ... πάντα τὰ μέλη τῇ ἀθεσμίᾳ καχλάζειν καὶ κυματοῦσθαι ποιοῦσιν Nil. en Io.D.M.95.1169B, Λώτ ... μεταξὺ τοσαύτης ἀσεβείας καὶ παρανομίας καὶ ἀθεσμίας στρεφόμενος Basil.M.31.1397C.
}}
}}

Revision as of 16:16, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθεσμία Medium diacritics: ἀθεσμία Low diacritics: αθεσμία Capitals: ΑΘΕΣΜΙΑ
Transliteration A: athesmía Transliteration B: athesmia Transliteration C: athesmia Beta Code: a)qesmi/a

English (LSJ)

ἡ, lawlessness, EM25.7.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
comportamiento contrario a la ley o a la moral, inmoralidad (ὁ Χριστός) βεβηλωμένος ἀπὸ ἀθεσμιῶν ἡμῶν Aq. en Eus.Is.53.5, δαίμονες ... πάντα τὰ μέλη τῇ ἀθεσμίᾳ καχλάζειν καὶ κυματοῦσθαι ποιοῦσιν Nil. en Io.D.M.95.1169B, Λώτ ... μεταξὺ τοσαύτης ἀσεβείας καὶ παρανομίας καὶ ἀθεσμίας στρεφόμενος Basil.M.31.1397C.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθεσμία: ἡ, ἀνομία, Ἐκκλ.