ἀνθρωποκομικός: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nqrwpokomiko/s
|Beta Code=a)nqrwpokomiko/s
|Definition=ή, όν, [[belonging to the care]] or [[government of men]]: <b class="b3">ἡ-κή</b> (sc. [[τέχνη]]) [[politics]], <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>15.186d</span>:—also ἀνθρωπο-κόμος, ον, Anon. in <span class="bibl">Rh.3.607</span> W.
|Definition=ή, όν, [[belonging to the care]] or [[government of men]]: <b class="b3">ἡ-κή</b> (sc. [[τέχνη]]) [[politics]], <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>15.186d</span>:—also ἀνθρωπο-κόμος, ον, Anon. in <span class="bibl">Rh.3.607</span> W.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que se cuida de los hombres]] de ahí ἡ ἀνθρωποκομική (<i>sc</i>. τέχνη) la política</i> Them.<i>Or</i>.15.186d.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωποκομικός''': -ή, -όν, ([[κομέω]]) ὁ εἰς τὴν τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμέλειαν ἀνήκων: ― ἡ ἀνθρωποκομικὴ [[τέχνη]], ἡ τὴν [[ἐπιμέλεια]] τοῦ ἀνθρώπου ἔχουσα, ἡ πολιτικὴ ἢ βασιλική, Θεμίστ. 186D.
|lstext='''ἀνθρωποκομικός''': -ή, -όν, ([[κομέω]]) ὁ εἰς τὴν τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμέλειαν ἀνήκων: ― ἡ ἀνθρωποκομικὴ [[τέχνη]], ἡ τὴν [[ἐπιμέλεια]] τοῦ ἀνθρώπου ἔχουσα, ἡ πολιτικὴ ἢ βασιλική, Θεμίστ. 186D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que se cuida de los hombres]] de ahí ἡ ἀνθρωποκομική (<i>sc</i>. τέχνη) la política</i> Them.<i>Or</i>.15.186d.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρωποκομικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>θηλ.</b> <i>ἀνθρωποκομική</i> (ἐνν. [[τέχνη]])<br />αυτή που αναφέρεται στη [[φροντίδα]] για τη [[διακυβέρνηση]] των ανθρώπων.
|mltxt=[[ἀνθρωποκομικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>θηλ.</b> <i>ἀνθρωποκομική</i> (ἐνν. [[τέχνη]])<br />αυτή που αναφέρεται στη [[φροντίδα]] για τη [[διακυβέρνηση]] των ανθρώπων.
}}
}}

Revision as of 13:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποκομικός Medium diacritics: ἀνθρωποκομικός Low diacritics: ανθρωποκομικός Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΚΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: anthrōpokomikós Transliteration B: anthrōpokomikos Transliteration C: anthropokomikos Beta Code: a)nqrwpokomiko/s

English (LSJ)

ή, όν, belonging to the care or government of men: ἡ-κή (sc. τέχνη) politics, Them.Or.15.186d:—also ἀνθρωπο-κόμος, ον, Anon. in Rh.3.607 W.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se cuida de los hombres de ahí ἡ ἀνθρωποκομική (sc. τέχνη) la política Them.Or.15.186d.

German (Pape)

[Seite 234] zur Pflege und Wartung des Menschen gehörig, ἡκή, die Kunst des Menschenpflegens, Themist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποκομικός: -ή, -όν, (κομέω) ὁ εἰς τὴν τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμέλειαν ἀνήκων: ― ἡ ἀνθρωποκομικὴ τέχνη, ἡ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ ἀνθρώπου ἔχουσα, ἡ πολιτικὴ ἢ βασιλική, Θεμίστ. 186D.

Greek Monolingual

ἀνθρωποκομικός, -ή, -όν (Α)
θηλ. ἀνθρωποκομική (ἐνν. τέχνη)
αυτή που αναφέρεται στη φροντίδα για τη διακυβέρνηση των ανθρώπων.