ἀνότιστος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)no/tistos
|Beta Code=a)no/tistos
|Definition=ον, [[free from moisture]], [[dry]], τόποι Dsc.1 <span class="title">Praef.</span>9; κονιορτός Archig. ap. <span class="bibl">Orib.8.2.6</span>.
|Definition=ον, [[free from moisture]], [[dry]], τόποι Dsc.1 <span class="title">Praef.</span>9; κονιορτός Archig. ap. <span class="bibl">Orib.8.2.6</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene humedad]], [[seco]] τόποι Dsc.praef.9, κονιορτός Archig. en Orib.8.2.6<br /><b class="num">•</b>[[que no necesita humedad]] de un tipo de trigo, Plu.2.915e.<br /><b class="num">2</b> ἀνότιστον· ἀθρήνητον Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνότιστος''': -ον, ὁ μὴ νοτιζόμενος, μὴ ὑγραινόμενος, Διοσκ. 1. προοιμ.
|lstext='''ἀνότιστος''': -ον, ὁ μὴ νοτιζόμενος, μὴ ὑγραινόμενος, Διοσκ. 1. προοιμ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene humedad]], [[seco]] τόποι Dsc.praef.9, κονιορτός Archig. en Orib.8.2.6<br /><b class="num">•</b>[[que no necesita humedad]] de un tipo de trigo, Plu.2.915e.<br /><b class="num">2</b> ἀνότιστον· ἀθρήνητον Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. ανότιγος, -η, -ο (Α [[ἀνότιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει νοτιστεί, δεν έχει υγρανθεί, [[στεγνός]].
|mltxt=κ. ανότιγος, -η, -ο (Α [[ἀνότιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει νοτιστεί, δεν έχει υγρανθεί, [[στεγνός]].
}}
}}

Revision as of 13:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνότιστος Medium diacritics: ἀνότιστος Low diacritics: ανότιστος Capitals: ΑΝΟΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anótistos Transliteration B: anotistos Transliteration C: anotistos Beta Code: a)no/tistos

English (LSJ)

ον, free from moisture, dry, τόποι Dsc.1 Praef.9; κονιορτός Archig. ap. Orib.8.2.6.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene humedad, seco τόποι Dsc.praef.9, κονιορτός Archig. en Orib.8.2.6
que no necesita humedad de un tipo de trigo, Plu.2.915e.
2 ἀνότιστον· ἀθρήνητον Hsch.

German (Pape)

[Seite 242] unbenetzt, trocken, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνότιστος: -ον, ὁ μὴ νοτιζόμενος, μὴ ὑγραινόμενος, Διοσκ. 1. προοιμ.

Greek Monolingual

κ. ανότιγος, -η, -ο (Α ἀνότιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει νοτιστεί, δεν έχει υγρανθεί, στεγνός.